Πενθήμερο εορταστικών/ πανηγυρικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται στην Αγία Αγάθη Αιτωλικού με θέμα τα ιστορικά γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του 1821, την απελευθέρωση του Αιτωλικού από τους Τούρκους και την απόδοση τιμής στους πεσόντες αρματωμένους της επανάστασης. Ξεκινάει στις 15 Αυγούστου και ολοκληρώνεται στις 24 Αυγούστου. Περιλαμβάνει ολονύκτια γλέντια και παρελάσεις.
Εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2020.
Οι διαδικασίες οργάνωσης του πανηγυριού ξεκινάνε περίπου πέντε ημέρες πριν από την έναρξή του στις 20 Αυγούστου με την οργάνωση σε παρέες. Η οργάνωση της κάθε παρέας γίνεται σύμφωνα με τα πρότυπα των παλιών κλέφτικων Νταϊφάδων: 15 έως 20 μέλη. Αρχηγός είναι ο καπετάνιος ο οποίος είναι πρόσωπο σεβαστό και αποδεκτό από όλους, στην ιεραρχία ακολουθεί το πρωτοπαλίκαρο και τέλος η τάξη των παλιών κλεφτών. Όλοι μεταξύ τους έχουν μεγάλο σεβασμό και οφείλουν να τιμούν ο ένας τον άλλον και κυρίως να εμπιστεύονται και να είναι πιστοί στους ανώτερούς τους, τόσο στον καπετάνιο τους όσο και το πρωτοπαλίκαρό του. Κάθε παρέα παίρνει το όνομα του καπετάνιου, ο οποίος έχει την απόλυτη εξουσία και την απόλυτη ευθύνη για την οργάνωσή της, από τη φορεσιά μέχρι τα εφόδια που θα χρειαστούν και τους οργανοπαίχτες (ζυγιά). Ο Νταϊφάς οργανώνεται μετά τη Θεία λειτουργία, την ημέρα της Γιορτής της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου, όπου όλες οι παρέες ξεχωριστά αρματωμένων και καβαλαραίων συναντώνται σε στέκι που έχουν επιλέξει από πριν και βάζουν τα γιομάτα, δηλαδή, την αμοιβή των ρομά οργανοπαιχτών, υπό την εποπτεία του καπετάνιου. Ακολουθεί φαγοπότι και γλέντι μέχρι που όλοι βάζουν το ρεφενέ. Παίρνοντας τα χρήματα ο καπετάνιος τους εύχεται «Χρόνια πολλά και όλοι του χρόνου στο μέτρο», στο μέτρημα των χρημάτων δηλαδή. Με τη διαδικασία αυτή οριστικοποιείται η σύνθεση της παρέας, ενώ ο καπετάνιος ορίζεται υπεύθυνος για τα έξοδα, για τις προμήθειές τους, διευθύνει την παρέα και συνεννοείται με τους άλλους καπετάνιους για οτιδήποτε σχετίζεται με την καλή διεξαγωγή του πανηγυριού, με πρώτη και βασική μέριμνα την επιλογή της καλύτερης στολής για τον καθένα. Κάθε χρόνο η παρέα απαρτίζεται από τους ίδιους.
Υπάρχει η δυνατότητα να ενταχθούν και άλλα άτομα, όπως συγγενικά πρόσωπα ή φίλοι των αρματωμένων ή καβαλαραίων ή άτομα που δεν σχετίζονται με τη συγκεκριμένη παρέα αλλά απλά θέλουν να συμμετέχουν. Αυτό γίνεται σε συνεννόηση με τον καπετάνιο είτε την ημέρα σύστασης της παρέας, από πριν ή πολλές φορές και κατά τη διάρκεια του πανηγυριού. Το κάθε νέο πρόσωπο είναι ευπρόσδεκτο από όλους στην παρέα και το δέχονται με μεγάλη χαρά. Άλλωστε όσο περισσότεροι συμμετέχουν στην κάθε παρέα τόσο πιο ισχυρή και αποδεκτή θεωρείται από όλους τους πανηγυριστές και τους επισκέπτες.
Για τον λόγο αυτό κάθε χρόνο μπορεί να αλλάξει η σύσταση της παρέας σε περισσότερους ή και λιγότερους αν κάποιοι είναι υπερήλικες και αποχωρούν ή έχουν πεθάνει.
Στις 21 Αυγούστου, νωρίς το πρωί, ξεκινά μια συγκεκριμένη τελετουργία: Πρόκειται για τη μάζωξη των αρματωμένων και των καβαλαραίων, που γίνεται με επικεφαλής τον καπετάνιο και τη ζυγιά και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση όλης της παρέας των πανηγυριστών με τη συνοδεία της μουσικής. Στη διαδρομή που ακολουθούν για τα σπίτια των άλλων, δέχονται ευχές και κεράσματα από τις νοικοκυρές, που έξω από τα σπίτια τους τούς τρατάρουν ούζο και ριβανή. Αν στη διαδρομή τους συναντηθούν με άλλες παρέες, τότε οι καπετάνιοι χαιρετιούνται και αλληλοασπάζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας ευχές. Στους δρόμους και τα μαγαζιά του Αιτωλικού επικρατεί μια γιορταστική ατμόσφαιρα με φαγοπότι και γλέντια. Στις 19:00 το απόγευμα συγκεντρώνονται ξανά στην πλατεία του Αιτωλικού, μπροστά στον Ναό της Παναγίας, και ανάβουν το καθιερωμένο κερί τους. Κατόπιν συγκεντρώνονται σε μια πομπή με επικεφαλής τους σημαιοφόρους, και ξεκινούν με προορισμό το ξωκλήσι της Άγια Αγάθης. Εκεί στήνουν τις σημαίες, προσκυνούν και ανάβουν κερί. Μετά η κάθε παρέα κατευθύνεται στο δικό της στέκι, όπου ξαρματώνονται και κάθονται στο τραπέζια τους να ξεκουραστούν. Στη συνέχεια, ακολουθεί φαγοπότι μέχρι το ξημέρωμα, οπότε όλοι αποσύρονται στα γιατάκια τους, τις σκηνές που έχουν στηθεί από πολύ νωρίς. Πολλοί Αιτωλικιώτες ανεβαίνουν από το βράδυ για να συμμετάσχουν στο γλέντι και να μπουν στο πνεύμα του πανηγυριού. Μετά τη σύσταση της κάθε παρέας τις επόμενες μέρες φροντίζουν να προμηθευτούν όλα όσα απαιτούνται για το πανηγύρι όπως τρόφιμα και ποτά. Πέντε μέρες μετά, και αφού έχουν όλα ετοιμαστεί, δηλαδή στις 20 Αυγούστου, με το σούρουπο, οι αρματωμένοι συγκεντρώνονται ξανά στο στέκι τους και σερβίρεται σε όλους ούζο και πιατέλες με το παραδοσιακό τοπικό γλυκό, τη ριβανή. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται αγκωνάρια και ολοκληρώνεται με τα τραγούδια της τάβλας, που τραγουδιούνται από τους καλλίφωνους της παρέας και με την ακολουθία όλων των συμμετεχόντων. Στη συνέχεια ακολουθεί ο χορός της παρέας και η επίσκεψή της στα στέκια που βρίσκονται οι υπόλοιπες παρέες των πανηγυριστών και δέχονται τα αντίστοιχα κεράσματα ούζου και ριβανής. Οι παρέες ανταλλάσσουν μεταξύ τους ευχές και συνεχίζουν το γλέντι τους ως αργά.
Στις 22 Αυγούστου το απόγευμα οι παρέες των πανηγυριστών παρατάσσονται στην αρχή του δρόμου, όπου με επικεφαλής τους καπεταναίους υποδέχονται τους αρματωμένους από τη γειτονική Σταμνά. Οι Σταμνιώτες φτάνουν με μεγαλοπρέπεια και λεβεντιά παραταγμένοι σε φάλαγγα, ο ένας πίσω από τον άλλο, με επικεφαλής τον καπετάνιο τους. Κατά τη διάρκεια του ανταμώματος πρώτα οι καπετάνιοι χαιρετιούνται μεταξύ τους με αγκαλιές και σταυρωτά φιλιά και ανταλλάσσουν ευχές. Ακολουθούν τους χαιρετισμούς όλοι οι αρματωμένοι και από τις δυο περιοχές, και μετά η κάθε παρέα πηγαίνει στη θέση της και αρχίζει το φαγοπότι. Συντροφιές από όλες τις γύρω περιοχές ανεβαίνουν στο μοναστήρι το βράδυ και συντροφεύουν τους αρματωμένους στο γλέντι τους. Είναι όλοι τους εφοδιασμένοι με τρόφιμα και ποτά. Οι πανηγυριστές τούς καλοδέχονται όλους, τους κερνάνε και γλεντούν μαζί τους σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Πριν από το ξημέρωμα οι παρέες συναγωνίζονται ποια θα πιάσει τα πουλιά. Ποια παρέα δηλαδή, θα κρατήσει μέχρι το πρωί και ποια ζυγιά θα παίξει καλύτερα. Το έναυσμα δίνει ο κάθε καπετάνιος, που καλεί την ομάδα του στο πλάτωμα του μοναστηριού να ξεκινήσει τη διαδικασία. Αν η διαδικασία τελειώσει πριν από το χάραμα πηγαίνουν για ύπνο όλοι, εκτός από δύο μέλη της ομάδας, που παραμένουν ξύπνιοι, για να ξυπνήσουν τους υπόλοιπους το πρωί. Το πρωί της 23ης Αυγούστου εκκλησιάζονται όλοι και ακολουθεί η επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο του Πανάρετου Παλαμά, οπότε και μνημονεύονται όλοι οι πεσόντες αρματωμένοι της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά, όλοι μαζί «αδελφωμένοι» γλεντούν και τέλος συγκεντρώνονται ξανά και ετοιμάζονται για την επιστροφή. Κατά τις 19:00 φτάνουν στο Κεφαλόβρυσο, όπου η ζυγιά παίζει τον καθιερωμένο «αγιαγαθιώτικο σκοπό» και συνεχίζουν με δεύτερο προορισμό το Αιτωλικό ή τη Σταμνά. Η παρέλαση ξεκινά με πρώτους τους αρματωμένους ανά τετράδες ή πεντάδες και τους γύφτους να ακολουθούν παίζοντας την κάθε παρέα ξεχωριστά. Μετά, ακολουθούν οι καβαλαραίοι. Πλήθος κόσμου παρακολουθεί την πομπή, εκφράζοντας θαυμασμό, χειροκροτώντας και δίνοντας ευχές σε όλους. Όλοι μαζί οι πανηγυριστές συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου ξεκινά ο χορός των αρματωμένων σε έναν κύκλο, με επικεφαλής τον καπετάνιο της πρώτης παρέας να σέρνει πρώτος τον χορό και να ακολουθούν οι υπόλοιποι της παρέας του, κατά ηλικία, με τη συνοδεία της ζυγιάς. Κατόπιν, οι παρέες κάνουν μια περατζάδα στο Αιτωλικό όπου δέχονται κεράσματα και ευχές. Παντού υπάρχει μια εορταστική ατμόσφαιρα και όλες οι παρέες, μετά τη βόλτα τους, επιστρέφουν στα στέκια τους και κάθονται όλοι μαζί κατά παρέα. Με το έναυσμα του καπετάνιου ξεκινά ολονύχτιο φαγοπότι με συνοδεία από νταούλια και πίπιζες.
Την επόμενη μέρα 24 Αυγούστου γίνεται ανάλογο γλέντι που διαρκεί όλη νύχτα με τους πανηγυριστές να μη φορούν τις στολές τους. Με το ξημέρωμα γίνεται η μπαντονάδα η περατζάδα τους στα στενά του Αιτωλικού, με συνοδεία της ζυγιάς τους με χορό και τραγούδι οπότε σηματοδοτείται η λήξη του πανηγυριού με ευχές από όλους για του χρόνου.
Για το πανηγύρι της Αγια-Αγάθης απαραίτητοι είναι οι ρομά οργανοπαίχτες, οι οποίοι οργανώνονται σε ζυγιές αρκετές μέρες πριν. Γίνεται χρήση από δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι ή νταβούλι, μουσικό όργανο που παράγει ήχο όταν ο οργανοπαίχτης χτυπά και τις δυο δερμάτινες όψεις του με δυο ξύλα. Η πίπιζα ή καραμούζα είναι πνευστό μουσικό όργανο με διπλό γλωσσίδι στο οποίο οφείλεται ο οξύς διαπεραστικός ήχος του.
Υπάρχει ο πρώτος ζουρνάς, που παίζει τη μελωδία, και ο δεύτερος ζουρνάς, που κρατάει απλά το ίσο, το μπάσο δηλαδή.
Διαδικτυακές πηγές
ΥouΤube
ΥouΤube
Agrinio press
Τόποι και Τρόποι
|