Εθνικό Ευρετήριο
|
Είδος ψαρέματος που γίνεται με παραδοσιακό είδος βάρκας, το πριάρι, που πλέει στα ρηχά. Στην πλώρη υπάρχει το σταφνοκάρι, που είναι παραδοσιακό αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα δίχτυ τετράγωνο τεντωμένο από δύο πασσάλους με κατασκευή σαν ομπρέλα που κάτω έχει δίχτυ ψιλό για μικρά ψάρια (το καλοκαίρι) ή χοντρό για μεγαλύτερα (το χειμώνα). Το δίχτυ βυθίζεται στο νερό και όταν εντοπιστούν ψάρια αναλκύεται. Εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2020. Το συγκεκριμένο είδος ψαρέματος γίνεται με πριάρι το οποίο είναι οξύπρυμνο σκάφος που διαθέτει επίπεδο πυθμένα για χρήση στη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού, από Ιούνιο έως Ιανουάριο. Πληροφορίες για τη χρήση του σκάφους αυτού υπάρχουν ελάχιστες από ιστορικές πηγές και αναφέρονται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα με τους ψαράδες να κάνουν χρήση κάποιου είδους μονόξυλου για την πλεύση στις αβαθείς περιοχές της λιμνοθάλασσας. Πρόκειται για απλή κατασκευή η οποία βασίζεται στο περίγραμμα του επίπεδου πυθμένα του. «Έχει περιορισμένο πλωριό και πρυμνιό κατάστρωμα και ένα περιμετρικό οριζόντιο σανίδι στο εσωτερικό του και στο ύψος του καταστρώματος, ενώ ο κεντρικός χώρος είναι ανοιχτός με ξύλινο δάπεδο» σύμφωνα με δημοσίευση του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδας στο διαδίκτυο. Στο εμπρόσθιο μέρος της βάρκας υπάρχει μία ισχυρή ξύλινη δοκός στην άκρη της οποίας υπάρχει μια ξύλινη διχάλα. Εκεί αιωρείται μια ξύλινη δοκός προς τη θάλασσα πάνω στην οποία υπάρχει μια κατασκευή με δίχτυ. Προς τη βάρκα η άκρη είναι δεμένη με σκοινί το οποίο μπορεί να χειρίζεται ο ψαράς. Το δίχτυ είναι τετράγωνο και κρέμεται διαγωνίως από δύο διασταυρούμενες κεραίες οι οποίες κρέμονται από ένα ξύλο το οποίο στηρίζεται σε οριζόντια θέση από ένα κοντό κατάρτι στην πλώρη. Το απαραίτητο βάθος για το ψάρεμα κυμαίνεται από μισό έως ενάμιση μέτρο. Το μέγεθος του διχτυού κυμαίνεται από είκοσι έως πενήντα τετραγωνικά μέτρα και κρέμεται από δύο τοξοειδείς βραχίονες που είναι κατασκευασμένοι από ελαφρύ ξύλο ή μεταλλικούς σωλήνες κατάλληλους να αντέχουν το βάρος των ψαριών. Οι βραχίονες αυτοί ενώνονται στο κέντρο τους.
Η λιμνοθάλασσα Αιτωλικού είναι ο χώρος όπου επιτελείται το συγκεκριμένο ψάρεμα.
Σημαντικό προϊόν είναι το πριάρι, η βάρκα δηλαδή που χρησιμοποιείται για το συγκεκριμένο είδος ψαρέματος και το σταφνοκάρι το δίχτυ που είναι τοποθετημένο στην πλώρη της, καθώς και ο ξύλινος γερανός που υπάρχει πάνω στο σκάφος. Γραπτές ιστορικές μαρτυρίες για τη συγκεκριμένη πρακτική ψαρέματος δεν υφίστανται. Μόνο οι προφορικές μαρτυρίες των ντόπιων Αιτωλικιωτών αναφέρουν ότι πρόκειται για τέχνη ψαρέματος, η οποία χρονολογείται στο Αιτωλικό τουλάχιστον από το 1500 μ.Χ. Η απήχηση της τέχνης περιορίστηκε από τις νεότερες μεθόδους οι οποίες απέδιδαν μεγαλύτερες ποσότητες αλιευμάτων. Συγκριτικά με άλλες τεχνικές, κατέχει εξέχουσα θέση καθώς είναι ιδιαίτερη και ξεχωριστή προκαλώντας τον θαυμασμό και το ενδιαφέρον όσων την παρακολουθούν: από το βύθισμα του διχτυού μέχρι την ανάσυρσή του και την εικόνα των ψαριών πάνω του, ιδιαίτερα όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες και θολώνουν τα νερά. Παρά το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης τεχνικής σήμερα χρησιμοποιείται από δύο μόνο άτομα που ευελπιστούν και προσπαθούν να προσεγγίσουν περισσότερους να ασχοληθούν με το είδος. Επίσης, πολύ σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των τεχνιτών οι οποίοι κατασκεύαζαν γαΐτες και πριάρια για ψάρεμα από γενιά σε γενιά σε ένα μικρό ναυπηγείο στη δυτική παραλία του Αιτωλικού. Πρόκειται για τον Παύλο Γκιάφη ή Μαστρο-Παύλο και μεταγενέστερα τον Αντώνη Βλαχόπουλο οι οποίοι απεβίωσαν. Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ένα μικρό ναυπηγείο γαΐτών που τείνει να χαθεί λόγω του εκσυγχρονισμού των σκαφών αλιείας. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση του Αντώνη Τραυλού που συνεχίζει ο γιος του, Αθανάσιος Τραυλός, στην περιοχή Ρεμπάκια, Δυτικά γεφύρια Αιτωλικού. Οπτικά και ακουστικά τεκμήριαΔιαδικτυακές πηγές
|
Πηγή: |
ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ UNESCO |