«Αρχαία συνήθεια επεκράτησε να τελήται κατ’ έτος την Πεντηκοστήν πανήγυρις. Αφ’ εσπέρας πηγαίνουσιν οι πανηγυρισταί ως και την πρωίαν. Επίσης κατ’ αρχαίαν συνήθειαν μεταβαίνουσιν οι πλείστοι τούτων ένοπλοι και μεγάλη προσπάθεια καταβάλλεται εκ μέρους ιδία των νέων τις να φέρει την λαμπροτέρα πανοπλίαν…» (Εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά,1859)
«Σήμερον είναι ημέρα της Πεντηκοστής. Το Μεσολόγγι σήμερον άγει όλως αρχαϊκήν κι επιβάλλουσαν εορτήν, πανήγυριν απ’ εκείνας, αι οποίαι καταντούν αναπόσπαστοι από τον τόπον εις τον οποίον τελούνται, κι ενέχουσιν όλα τα προσόντα του τόπου, εν τω οποίω εγεννήθησαν».
(Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ταξιδιωτικά, 1891)
Για το πώς αρχίζει να τελείται το πανηγύρι υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Σύμφωνα με τον θρύλο, η συνήθεια αυτή από τα προεπαναστατικά χρόνια υπήρξε αφορμή συνάντησης των κλεφτών του Ζυγού και των κατοίκων του Μεσολογγίου, όπου όλοι μαζί παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και κατόπιν γλεντούσαν στην κατάφυτη από πλατάνια περιοχή.
Σύμφωνα με άλλη άποψη, το πανηγύρι είναι εξέλιξη των αρχαιοελληνικών συμποσιασμών καθώς, απέναντι από το μοναστήρι, σε λόφο, ήταν κτισμένη η πόλη της Καλυδώνας με τα τρία ιερά, της Λαφρίας Αρτέμιδας, του αδελφού της Απόλλωνα και του Διόνυσου. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, οι ρίζες του πανηγυριού εντοπίζονται στις αρχαίες γιορτές που τελούνταν εδώ.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ανέστειλε για μια πενταετία την τέλεση του πανηγυριού. Μετά τα γεγονότα της Εξόδου, το 1826, και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το πανηγύρι άρχισε να τελείται εκ νέου, αφού οι μνήμες εξακολουθούσαν να είναι ζωντανές και οι φορείς ήταν οι ίδιοι. Στα τελετουργικά του δρώμενα περιλαμβανόταν πλέον και το μνημόσυνο προς τιμή των πεσόντων της Πολιορκίας του Μεσολογγίου.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού υπάρχουν πολύτιμες αναφορές για την τέλεση του πανηγυριού από ιστορικές εφημερίδες του Μεσολογγίου. Μέχρι τις μέρες μας τα κύρια στοιχεία και το πνεύμα του πανηγυριού παραδίδονται από γενιά σε γενιά, με μικρές διαφοροποιήσεις.
Η πρώτη διαφοροποίηση που έχει καταγραφεί στο πανηγύρι γίνεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Αη-Συμιώτες υιοθετούν το ένδυμα του ντουλαμά, εγκαταλείποντας την παραδοσιακή φουστανέλα που φορούσαν μέχρι τότε. Αδιευκρίνιστοι παραμένουν οι λόγοι αυτής της ενδυματολογικής επιλογής. Δεδομένου ότι η εποχή της μετάβασης συμπίπτει με την ιστορικά ταραγμένη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και ο ντουλαμάς ήταν το κατεξοχήν ένδυμα των Μακεδονομάχων, η αλλαγή ενδυμασίας στο πανηγύρι του Άη Συμιού μπορεί εν μέρει να ερμηνευθεί ως ένδειξη σεβασμού και θαυμασμού προς τους Μακεδονομάχους. Πέρα όμως από αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία, ο ντουλαμάς φοριέται πολύ πιο εύκολα και γρήγορα, δεν είναι πολύπλοκο ένδυμα και είναι εντυπωσιακός λόγω των επιβλητικών χρωμάτων του, κόκκινου και μαύρου.
Μια ακόμη σημαντική αλλαγή αφορά τον οπλισμό των πανηγυριστών, καθώς μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οι συμμετέχοντες στο δρώμενο ανέβαιναν στο μοναστήρι του Άη Συμιού με τον προσωπικό οπλισμό τους και λάμβαναν μέρος σε αγώνες σκοποβολής. Επιστρέφοντας στην πόλη, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται έξω από την Πύλη του Μεσολογγίου και μπροστά στον Κήπο των Ηρώων, όπου επιδίδονταν σε μαζικούς πυροβολισμούς στον αέρα, προς τιμήν των πολεμιστών της Εξόδου. Κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα όμως, για λόγους ασφαλείας, τα τυφέκια απαγορεύτηκαν διά νόμου και μετά από έντονες αντιπαραθέσεις (μέχρι και ένοπλες συμπλοκές με την αστυνομία) οι Αη-Συμιώτες, μέχρι και τις μέρες μας, «αρματώνονται» με μη λειτουργικά όπλα, αρκετά από τα οποία αποτελούν πολύτιμα ιστορικά κειμήλια.
Η πρώτη απόπειρα σύστασης συλλογικού οργάνου για την οργάνωση του πανηγυριού και τον ευπρεπισμό του χώρου του μοναστηριού έγινε με την ίδρυση του συλλόγου «Ο Άγιος Συμεών», το 1956, από μια ομάδα Μεσολογγιτών. Μέχρι το 1979 και δεδομένου ότι στις συνθήκες που επικρατούσαν τα προηγούμενα χρόνια ο πρώτος σύλλογος είχε ατονήσει, οι Αη-Συμιώτες αναζητούσαν συλλογική έκφραση και εκπροσώπηση.
Μετά από πολλές ζυμώσεις, ανταλλαγή απόψεων, σκέψεις και προβληματισμούς αποφασίστηκε η ίδρυση νέου Συλλόγου που θα εκπροσωπεί τα μέλη όλων των παρεών. Έτσι, το 1981 ανατέθηκε στον έγκριτο νομικό του Μεσολογγίου, αείμνηστο Βασίλειο Παπαθέου, η σύνταξη και κατάθεση καταστατικού προκειμένου να εγκριθεί από το Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, πράγμα που έγινε. Όλες οι παρέες αντιπροσωπεύονται στο Δ.Σ., που καθορίστηκε να είναι ενδεκαμελές.
Από την ίδια χρονιά, το 1981, ξεκινά η δραστηριότητα του «Συλλόγου Πανηγυριστών ο Άη Συμιός», με προσωρινή διοικούσα επιτροπή που ετοιμάζει τις πρώτες εκλογές.
Πηγή: |
ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ UNESCO |